- ευεπίδεκτος
- ος , ον восприимчивый, способный;
ευεπίδεκτος μαθήσεως — способный к учёбе
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ευεπίδεκτος μαθήσεως — способный к учёбе
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ευεπίδεκτος — η, ο (ΑΜ εὐεπίδεκτος, ον) αυτός που εύκολα δέχεται κάτι, ο επιδεκτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επι δέχομαι (πρβλ. αν επί δεκτος)] … Dictionary of Greek
εὐεπίδεκτα — εὐεπίδεκτος easily receiving neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)